27 Απριλίου 1965
Ο Robert Duncan και η Norma Baker κατοχυρώνουν την πατέντα 3.180.335 στο US Patent Office. Πρόκειται για ένα προϊόν το οποίο έχουν χρησιμοποιήσει κυριολεκτικά όλοι: Τις βρεφικές πάνες μίας χρήσης Pampers.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ιδέα για τα Pampers, που έμελλε να γίνουν συνώνυμο της λέξης «πάνα», γεννήθηκε τη δεκαετία του 1950 και ανήκει σε έναν παππού που δυσκολευόταν να αλλάξει τον νεογέννητο εγγονό του. Οι πάνες της εποχής είχαν κακή εφαρμογή, μουσκεύονταν πολύ γρήγορα και έπρεπε διαρκώς να πλένονται.
O Victor Mills -εκτός από νέος παππούς- ήταν και χημικός μηχανικός της Procter & Gamble. Και έτσι, ζήτησε από τους συναδέλφους του στο τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης της πολυεθνικής να προσπαθήσουν να φτιάξουν μια υψηλής ποιότητας αλλά προσιτής τιμής βρεφική πάνα μίας χρήσης.
Για την ακρίβεια, οι πάνες μίας χρήσης υπήρχαν ήδη. Τις εισήγαγε στις ΗΠΑ, από την Σουηδία, η Johnson & Johnson. Όμως εκείνο το προϊόν, που ονομαζόταν Chux, απευθύνονταν κυρίως σε οικογένειες που ταξίδευαν, και άρα δεν μπορούσαν να πλένουν τις επαναχρησιμοποιούμενες πάνες. Συνεπώς, δεν χρησιμοποιούνταν ούτε στο 1% των αλλαγών πάνας στις ΗΠΑ.
Ο Mills είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει σκισμένα απορροφητικά χαρτιά μέσα σε μία πάνα, η οποία θα πετιόταν στα σκουπίδια μετά την χρήση. Η ιδέα αυτή άρεσε στους παιδιάτρους, καθώς έτσι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τόσο το σύγκαμα που προκαλούσε στα μωρά το βρεγμένο δέρμα όσο και το βουνό από πάνες που έπρεπε να πλένονται σε νοσοκομεία και μαιευτήρια.
Οι άνθρωποι της P&G κλήθηκαν να δημιουργήσουν ένα προϊόν που θα ήταν αρκετά απορροφητικό, δεν θα είχε διαρροές και θα κρατούσε το δέρμα των μωρών σχετικά στεγνό. Έτσι, μία από τις πρώτες κινήσεις που έκαναν ήταν να επισκεφτούν ένα μαγαζί παιχνιδιών και να αγοράσουν την Betsy Wetsy, μία αληθοφανή κούκλα της δεκαετίας του 1950 που… έβρεχε την πάνα της.
Η κούκλα βοήθησε τους μηχανικούς της πολυεθνικής στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του προϊόντος, ενώ οι δοκιμές έγιναν στα τρία εγγόνια που πλέον είχε αποκτήσει ο Mills αλλά και στα δίδυμα μωρά του Duncan, ο οποίος ήταν ένα από τα μέλη της ομάδας.
Η πρώτη εμπορική εκδοχή της πάνας βγήκε δοκιμαστικά στην αγορά το 1961, τη χρονιά που ο Mills συνταξιοδοτήθηκε. Ασφαλώς, τα Pampers της εποχής εκείνης δεν είχαν τις σημερινές ευκολίες. Έπρεπε να στερεώνονται με παραμάνες, ενώ το κόστος των 10 σεντς ανά πάνα (40 σεντς σε σημερινά χρήματα), ήταν αποτρεπτικό για πολλούς καταναλωτές.
Τη δεκαετία του 1970, η P&G αντικατέστησε τις παραμάνες με αυτοκόλλητες ταινίες και την επόμενη δεκαετία άρχισε να χρησιμοποιεί απορροφητικά υλικά στο εσωτερικό της πάνας.
Στα 35 χρόνια της καριέρας του ως χημικού μηχανικού στην Procter & Gamble, ο Mills συνέβαλε στη δημιουργία ή στη βελτίωση πολλών προϊόντων, από σαπούνια έως τα πατατάκια Pringles. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βοήθησε να βελτιστοποιηθεί η διαδικασία παραγωγής των συνθετικών ελαστικών.
Όμως κανένα από τα προϊόντα στα οποία δούλεψε δεν είχε τόσο δραματική επίδραση στους καταναλωτές όσο οι πάνες μίας χρήσης, που έγιναν σύμβολο της κουλτούρας της ευκολίας που επικράτησε στη μοντέρνα κοινωνία.
Το 2012, το brand των Pampers έσπασε το φράγμα των 10 δισ. δολαρίων σε ετήσιο τζίρο. Τα προϊόντα του χρησιμοποιούνται από 25 εκατ. μωρά σε 100 χώρες, ανακοίνωσε τότε η P&G.
Όσο για το όνομα Pampers, που στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες επικράτησε να χρησιμοποιείται ευρέως αντί της λέξης πάνας, ήταν ιδέα του Alfred Goldman, δημιουργικού διευθυντή της διαφημιστικής εταιρείας Benton & Bowles.
Πηγή: moneyreview.gr